θυλακισκιον

θυλακισκιον
    θυλακίσκιον
    θῡλᾰκίσκιον
    τό мешочек Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θυλακισκιον" в других словарях:

  • θυλακίσκιον — θυλακίσκιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θυλακίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλακίσκος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»